φοινικοφαής

φοινικοφαής
-ές, Α
αυτός που φαίνεται πορφυρός, που δίνει την εντύπωση τού πορφυρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. λευκο-φαής, χρυσο-φαής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φοινικοφαῆ — φοινῑκοφαῆ , φοινικοφαής ruddy glancing neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φοινῑκοφαῆ , φοινικοφαής ruddy glancing masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φοινῑκοφαῆ , φοινικοφαής ruddy glancing masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”